Στη μικρή ορεινή και άγονη χερσόνησο της Ελλάδας, στην
ανατολική πλευρά της Μεσογείου, το 800 π.Χ. είχαν περάσει ήδη, περίπου 300
χρόνια από τη στιγμή που κατέρρευσε η Μυκηναϊκή κοινωνία. Στα σκοτεινά και
άγνωστα αυτά χρόνια γίνονταν αλλεπάλληλες κοινωνικές ανακατατάξεις. Η κάθε
ομάδα προσπαθούσε ν’ αποκτήσει ένα κομμάτι γης για να εξασφαλίσει τη διαβίωση
της. Στην προσπάθεια αυτή ήδη από πιο νωρίς πολλοί από τους κατοίκους
αποφάσισαν να φύγουν ανατολικά δημιουργώντας τον Α΄ Ελληνικό αποικισμό στη
Μικρά Ασία.
Ο ελληνικός όμως χώρος πάντοτε υπήρξε δύσβατος και άγονος.
Οι ορεινοί όγκοι αφήνουν μικρά κομμάτια γης, τα οποία δεν μπορούσαν να τους
θρέψουν όλους. Καθώς ο πληθυσμός αύξανε μαζί τους αύξαναν και τα κοινωνικά
προβλήματα. Λίγοι, είχαν εξασφαλίσει μεγάλα τμήματα γης και δεν ήταν
διατεθειμένοι να τα παραχωρήσουν στους νέους, αλλά και αυτοί δεν ήταν διατεθειμένοι
να γίνουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Οι λύσεις δεν ήταν πολλές, αφού οι
πολίτες δεν ακολουθούσαν την ρήση του Ησίοδου: «ας υπάρχει και ένας μοναχογιός
για να πληθαίνει την πατρική περιουσία». Η έπρεπε να γίνει εξέγερση ενάντια στο
υπάρχον κοινωνικό σύστημα, ή ανεύρεση νέων τόπων για μετοίκηση των άκληρων.
Η λύση αυτή φαίνεται ότι συναντούσε την αποδοχή όλων των
πλευρών. Η άρχουσα τάξη απαλλασσόταν από το πρόβλημα, ενώ οι νέοι ονειρεύονταν
νέους τόπους, όπου θα έκτιζαν μια καινούρια ζωή. Η διέξοδος ανατολικά γινόταν
πλέον προς την Προποντίδα και την Μαύρη θάλασσα καθώς οι περιοχές της Μικράς
Ασίας είχαν ήδη κατοικηθεί. Η δυναμική όμως διέξοδος ήταν προς τη Δύση, όπου
τελείωνε ο μέχρι τότε γνωστός κόσμος. Ο Β΄ Ελληνικός αποικισμός είχε αρχίσει.
Διαδραστικός χάρτης αποικιών - Κάντε κλικ για να ανοίξει ο σύνδεσμος και στη συνέχεια πατήστε πάνω στα ονόματα των αποικιών για να βρείτε πληροφορίες.
Οι ετοιμασίες
Η μητέρα-πόλη κατανοούσε ότι για να γίνει αυτή η μετοικεσία
θα έπρεπε να βοηθήσει οικονομικά. Έτσι, σαν πρώτο βήμα διέθετε πλοία για το
ταξίδι των αποίκων. Άποικος δεν σήμαινε άτομο που φεύγει για ένα σύντομο
διάστημα, αλλά για όλη του τη ζωή, αφού παίρνει μαζί του την ‘οικία’ του.
Συνήθως μάλιστα απαγορευόταν να γυρίσει κανείς πίσω πριν από την παρέλευση
πέντε ετών. Ο Ηρόδοτος αναφέρει το γεγονός ότι άποικοι από την Θήρα (Σαντορίνη)
που απέτυχαν να εγκατασταθούν σε νέο τόπο και επέστρεψαν πίσω στο νησί τους,
βρήκαν στην προβλήτα εκείνους που πριν λίγο καιρό τους αποχαιρετούσαν
συγκινημένοι να τους πετροβολούν για να μην μπορέσουν να αποβιβαστούν. Ο νόμος
της επιβίωσης δεν άφηνε κανένα περιθώριο υποχωρήσεων.
Πριν όμως από οιαδήποτε απόφαση έπρεπε να συμβουλευτούν το
μαντείο των Δελφών, το οποίο θα χρησμοδοτούσε για την επιτυχία ή μη του
εγχειρήματος, αλλά και θα πρότεινε τον «οικιστή», τον αρχηγό δηλαδή αυτής της
προσπάθειας.
Η συμβουλή του μαντείου των Δελφών είχε καθιερωθεί κατά
τέτοιο τρόπο, ώστε ουδείς τολμούσε να αναχωρήσει για μετοικεσία, εάν δεν είχε
προσφέρει τα αναθήματα του στο μαντείο και δεν είχε λάβει τον απαραίτητο
χρησμό. Κοιτώντας κανείς σήμερα το μαντείο των Δελφών, εκπλήσσεται από την
ευελιξία αλλά και τις γνώσεις που διέθετε. Το μαντείο στο πέρασμα του χρόνου
είχε αποκτήσει μια ‘τράπεζα δεδομένων’, βάσει της οποίας συμβούλευε τους
υποψήφιους αποίκους.
Πάλι για τους αποίκους της Σαντορίνης, ο Ηρόδοτος αναφέρει
ότι, όταν λάβανε τον χρησμό ο οποίος έλεγε να πάνε στη Λιβύη κοιταχθήκανε με
απορία ρωτώντας που είναι αυτός ο τόπος. Κατά την διάρκεια των ετών, μετά
μάλιστα τους πρώτους αποικισμούς έχουμε πολλούς χρησμούς του Μαντείου που
προσδιόριζαν που ακριβώς θα έπρεπε να εγκατασταθούν οι νέοι άποικοι. Οι γνώσεις
αυτές φαίνονται απίστευτες για την εποχή εκείνη όπου έξω από την γνώση του
Αιγαίου υπήρχε μια ομιχλώδης εικόνα του υπόλοιπου κόσμου. Το μαντείο φρόντιζε
βέβαια πάντα να κάνει διορθώσεις και μετά τα γεγονότα επεξηγώντας χρησμούς εκ
των υστέρων αλλά και προβάλλοντας αποτυχίες αποίκων οι οποίοι δεν φρόντισαν από
πριν να συμβουλευτούν το Μαντείο.
Το ταξίδι
Το ταξίδι από την Ελλάδα προς την Ιταλία
ήταν μια ‘περιπέτεια’ που διαρκούσε πάνω από ένα μήνα. Οι δύο σημαντικότερες
πειρατικές βάσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι άποικοι συνδέονταν με το
ακρωτήριο του Μαλέα (στο ανατολικό πόδι της Πελοποννήσου) και με τους Ιλλυριούς
στα σημερινά σύνορα Ελλάδας – Αλβανίας. Σήμερα δύσκολα μπορεί κάποιος να
κατανοήσει τις συνθήκες και το φόβο που προκαλούσαν αυτά τα ταξίδια σε άγνωστες
θάλασσες και στεριές. Ας σκεφτεί κανείς ότι στην περιπλάνηση του Οδυσσέα η
Σκύλα και η Χάρυβδη είχαν τοποθετηθεί στο στενό της Μεσσήνης μεταξύ Ιταλίας και
Σικελίας. Τα πλοία που συνήθως ξεκινούσαν αυτές τις προσπάθειες ήταν απλά
πολεμικά πλοία, οι πεντηκόντοροι (με 25 κωπηλάτες από κάθε πλευρά του πλοίου).
Στο πλοίο υπήρχαν ακόμα 30 περίπου άτομα διαφόρων ειδικοτήτων και φυσικά ο
οικιστής σαν αρχηγός της αποστολής. Αν σκεφτεί κανείς ότι σε ένα χώρο 25-30
μέτρων χωρίς περίπου καμία ευκολία έπρεπε να ζήσουν ογδόντα άτομα από τριάντα
μέχρι εξήντα μέρες, κατανοεί τη δυσκολία του εγχειρήματος.
Το ταξίδι άρχιζε
είτε κάνοντας τον περίπλου της Πελοποννήσου και ανεβαίνοντας μέχρι την Κέρκυρα,
απ’ όπου περνούσαν στην Ιταλία, είτε από τον Κορινθιακό, από όπου η απόσταση
ήταν πιο μικρή. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, πέρα από τις δύσκολες
συνθήκες λόγω ανέμων, έπρεπε να γλυτώσουν και από τους πειρατές οι οποίοι είχαν
ακόμα ελαφρύτερα πλοία.
Οι πειρατές λυμαίνονταν τη Μεσόγειο, και τα δύο πιο
επικίνδυνα σημεία για τους ταξιδευτές ήταν το ακρωτήριο του Μαλέα, στο
ανατολικό πόδι της Πελοποννήσου, και το πέρασμα από τη Κέρκυρα στην Ιταλία,
όπου υπήρχαν οι Ιλλυριοί πειρατές, λαός που κατοικούσε στην Αδριατική.
Αν όλα
πήγαιναν καλά, τότε έφταναν οι τολμηροί αυτοί ταξιδιώτες στην Νότιο Ιταλία, στη
Σικελία αλλά και ακόμα μακρύτερα, στις ακτές της βόρειας Αφρικής. Για να
καλύψουν τα 800 -1000 ναυτικά μίλια που έπρεπε να ταξιδέψουν οι άποικοι
χρειάζονταν ταξίδι πάνω από ένα μήνα, ενώ μόνο το πέρασμα της Αδριατικής
χρειαζόταν δύο ημέρες.
Η εγκατάσταση
Η εγκατάσταση στο νέο τόπο με τα σημερινά δεδομένα ίσως
φαίνεται απλή. Αλλά ήταν πολύ πιο περίπλοκη πριν από 2.700 χρόνια.Το πλοίο
έφτανε στην ακτή και οι αποκαμωμένοι ταξιδευτές, οπλισμένοι σαν αστακοί,
αποβιβάζονταν στην ακτή. Στις περιοχές βέβαια αυτές υπήρχαν ντόπιοι, άλλοι από
τους οποίους αντιμετώπιζαν εχθρικά τους ξενόφερτους, ενώ άλλοι ήταν πιο
φιλικοί.
Η αγωνία όμως αναπόφευκτα πλημμύριζε τους ανθρώπους αυτούς
που με ελάχιστα τρόφιμα και μόνο το κουράγιο τους είχαν αρχίσει αυτή την
περιπέτεια. Η ίδια αποβίβαση έπρεπε να γίνει πολλές φορές μέχρι να βρεθεί ο
κατάλληλος χώρος, που θα προσέφερε χώρο για την εγκατάσταση, αλλά και χώρο για
τη δημιουργία ενός οχυρού, μιας ακρόπολης.
Πριν όμως απ’ όλα αυτά θα έπρεπε η περιοχή να έχει ποτάμια
νερά για πόσιμο νερό. Ο απαράβατος αυτός όρος είναι κατανοητός, και έτσι
βλέπουμε μερικές πόλεις, όπως ο Σελινούντας, να παίρνει το όνομα του από το
αντίστοιχο ποτάμι. Μετά από όλα αυτά θα έπρεπε να βρεθεί ο ‘ζωτικός χώρος’, που
θα προσδιόριζε τα όρια της πόλης τους και όπου θα βρισκόντουσαν τα κτήματα τους
για καλλιέργεια και βόσκηση. Οι συγκρούσεις με τους αυτόχθονες για το ζήτημα
αυτό ήταν πολλές φορές αναπόφευκτες. Μέσα σε ένα τέτοιο δύσκολο περιβάλλον
ξεκινούσε το ταξίδι και η εγκατάσταση των αποίκων ένα εγχείρημα τολμηρό που δεν
στεφόταν φυσικά πάντοτε με επιτυχία.
Η Μεγάλη Ελλάδα στην
Κάτω Ιταλία και στη Σικελία (Magna Graecia)
Ο αποικισμός ξεκίνησε προς τη δύση χωρίς συγκεκριμένο στόχο,
αλλά γρήγορα η Νότια Ιταλία και η Σικελία τράβηξαν τους τολμηρούς αποίκους. Τα
χρώματα, το έδαφος, η ορεινή διαμόρφωση του χώρου, όλα θύμιζαν την Ελλάδα. Ο
χώρος ήταν οικείος, νόμιζαν ότι βρισκόντουσαν πάλι στην πατρίδα τους. Μέσα σε
300 χρόνια δημιουργήθηκε σε αυτά τα μέρη μια καινούργια Ελλάδα, η «Μεγάλη
Ελλάδα». Η Ελλάδα με την ολοκλήρωση αυτού του αποικισμού ένοιωθε ότι ήλεγχε τον
γνωστό για την εποχή κόσμο από το Γιβραλτάρ μέχρι την Προποντίδα. Οι Έλληνες
νοιώθανε από παντού ασφαλείς και τα πάντα είχαν ωριμάσει για να εκφράσουν το πολιτιστικό
θαύμα, που μετά την κατατρόπωση των Περσών αλλά και των Καρχηδονίων κορυφώθηκε
στα μέσα του 5ου αιώνα.
Οι αποικίες στη Μεγάλη Ελλάδα δημιουργήθηκαν από επτά πόλεις
της Ελλάδας (Κόρινθος – Μέγαρα, Χαλκίς κ.ά.), τρεις πόλεις από τη Μικρά Ασία
(Κολοφώνας – Κνίδος – Φώκαια) και τρεις φυλετικές ομάδες (Αχαιοί – Κρήτες -
Λοκροί ).
Παρατηρήστε το χάρτη και εντοπίστε τις πόλεις που φέρουν ελληνικά ονόματα.
Ο
μεγάλος όμως αριθμός των αποικιών (έφτασαν τις σαράντα ) δημιουργήθηκαν από τις
ίδιες τις αποικίες οι οποίες είχαν την οικονομική δυνατότητα να βοηθήσουν για
τη δημιουργία των νέων πόλεων. Οι λόγοι ήταν δύο: ο πρώτος, να εξασφαλίσουν
μεγαλύτερο ζωτικό χώρο, αλλά και να προφυλάξουν την αρχική τους πόλη,
δημιουργώντας ένα δίκτυο πόλεων γύρω από αυτήν· ο δεύτερος, να αποσυμφορήσουν
πληθυσμιακά τις πόλεις τους, κάποιες από τις οποίες, όπως ο Ακράγαντας (Agrigento), έφταναν
μέχρι και τους 400.000 κατοίκους, ενώ οι Συρακούσες (Siracusa) τους 300.000 κατοίκους.
Οι πόλεις μεταξύ τους
Θα πίστευε κανείς ότι η μητρόπολη της αποικίας, στην Ελλάδα
ή στην Μεγάλη Ελλάδα, θα είχε τον έλεγχο της αποικίας της, αλλά και καλές
σχέσεις με αυτήν. Εδώ όμως πρέπει να λάβουμε υπόψη τις ιδιομορφίες του λαού των
Ελλήνων. Ήταν ενωμένοι μόνον απέναντι στους ‘βαρβάρους’. Μόλις εξέλειπε ο
εξωτερικός κίνδυνος, υπήρχαν μονίμως συγκρούσεις μεταξύ τους. Η κάθε πόλη μόλις
ορθοποδούσε έκοβε τους δεσμούς με τη μητρόπολη και ακολουθούσε δική της
πολιτική, πολλές φορές αντίθετη με αυτήν της μητρόπολης. Αν διαβάσει κανείς την
ιστορία των πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας θα μείνει έκπληκτος από τα γεγονότα που
συνέβαιναν. Οι Συρακούσες, για παράδειγμα, το 598 π.Χ. ίδρυσαν την ‘υποαποικία’
της Καμάρινας, νότια από την πόλη τους. Η Καμάρινα γρήγορα απέκτησε σημαντική
δύναμη και αυτονομία, αποκόπτοντας τους δεσμούς με την μητρόπολη της,
κλείνοντας μάλιστα συμφωνίες που αντέβαιναν στα συμφέροντα των Συρακουσίων. Δεν
είχαν περάσει 50 χρόνια από την ίδρυση της, όταν το 553 π.Χ. οι Συρακούσιοι με
τον πανίσχυρο στρατό τους επιτέθηκαν και κατέστρεψαν την πόλη, εκδιώκοντας τους
κατοίκους της, οι οποίοι κατέφυγαν όπου μπορούσαν. Αλλά το κακό δεν σταμάτησε
εδώ. Έγινε προσπάθεια ανασύστασης της πόλης, όταν το 484 π.Χ. οι Συρακούσιοι
ξανά την κατέστρεψαν, διώχνοντας και πάλι τους κατοίκους της. Για να
ολοκληρώσουμε αυτή την ιστορία, η Καμαρίνα τελικά εξαφανίσθηκε από το χάρτη,
ύστερα από την κυρίευση και καταστροφή της από τους Καρχηδόνιους, τους μόνιμους
αντίπαλους των Ελλήνων, μέχρι που εμφανίστηκαν οι Ρωμαίοι. Οι εφήμερες
συμμαχίες ορισμένων πόλεων με τους Καρχηδονίους, τους ‘βαρβάρους’, φαινόντουσαν
ακατανόητες στους Έλληνες της Ελλάδος και τις δικαιολογούσαν λέγοντας ότι οι
Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας ήταν και αυτοί ξένοι, αφού είχαν αναμιχθεί με τις
αυτόχθονες φυλές.
|
Συρακούσες - θέατρο |
Οι σχέσεις με τους
αυτόχθονες
Όπως είδαμε παραπάνω οι Έλληνες έφτασαν στην Μεγάλη Ελλάδα
έχοντας να αντιπαλέψουν με τους αυτόχθονες, οι οποίοι ήταν διασκορπισμένοι και
χωρίς περίπλοκη κοινωνική δομή. Παρ’ όλο που υπήρχαν αρκετές πληροφορίες για
αποτυχίες εγκαταστάσεων των αποίκων λόγω του ότι νικήθηκαν από τους αυτόχθονες,
γενικά οι Έλληνες εξαιτίας του υψηλότερου επιπέδου τους (και στρατιωτικά αλλά
και πολιτιστικά) γρήγορα τους υπέταξαν, χρησιμοποιώντας τους πολλές φορές και
σαν δούλους. Έχουμε βέβαια και περιπτώσεις που οι ντόπιοι υποδέχθηκαν φιλικά
τους Έλληνες αποίκους, όπως ο ‘βασιλιάς’ Ύβλων τους Μεγαρείς, οι οποίοι μάλιστα
προς τιμήν του ονόμασαν την αποικία τους Υβλαία Μέγαρα.
Οι γυναίκες
Όπως είδαμε, οι άποικοι πάντα ήσαν άνδρες, οι οποίοι
φτάνοντας στην Μεγάλη Ελλάδα δεν συνοδεύονταν από γυναίκες, αφού ήταν κυρίως
νέοι που στην πατρίδα τους δεν είχαν δημιουργήσει δική τους οικογένεια. Η επιμιξία
με τις γυναίκες του ντόπιου πληθυσμού ήταν αναγκαία και αναπόφευκτη. Πολλές
φορές μάλιστα παρατηρήθηκαν αρπαγές γυναικών. Το θέμα αυτό λίγο θίγεται από
τους ιστορικούς της αρχαιότητας.
Η ανάπτυξη των αποικιών
Τους ταλαιπωρημένους αυτούς άνδρες που αποβιβάστηκαν στην
μεγάλη Ελλάδα θα μπορούσαμε να τους φανταστούμε απλώς να δημιουργούν κάποια
μικρά χωριά, να καλλιεργούν τα κτήματα τους και να μένουν άσημοι για την ιστορία. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν
τελείως διαφορετικά και έτσι σήμερα μιλάμε για το «θαύμα» του Ελληνικού
Αποικισμού. Πράγματι επρόκειτο για θαύμα: μέσα σε 100-150 χρόνια στα παράλια
της Ιταλίας και της Σικελίας υψώθηκαν ναοί και πόλεις που προκαλούσαν τον
θαυμασμό των επισκεπτών. Με κάποια ‘μεγαλομανία’ έκτιζαν ναούς, πόλεις και
ακροπόλεις γιγαντιαίων διαστάσεων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο Εμπεδοκλής, ένας
φημισμένος φιλόσοφος από τον Ακράγαντα, να λέει
ότι «οι Ακραγαντίνοι απολαμβάνουν την ζωή σαν να πρόκειται να πεθάνουν
αύριο και κτίζουν σαν να πρόκειται να ζήσουν αιώνια». Ο πλούτος όλης της
περιοχής έμεινε παροιμιώδης, ώστε να μείνει και ο όρος ‘’συβαριτισμός’’ (από
την πόλη Σύβαρη), που σήμαινε μια ζωή σπάταλη και μαλθακή. Λέγεται επίσης ότι
όταν ένας Ταραντίνος επισκέφθηκε την μητρόπολη της πόλης του, την Σπάρτη, και
είδε πώς ζούσαν οι Σπαρτιάτες, είπε ότι «ένας Ταραντίνος θα προτιμούσε να
αυτοκτονήσει παρά να ζήσει έστω και μια μέρα σε τέτοιες συνθήκες».
|
Πεδιάδα Σύβαρης |
Οι τύραννοι
Η τυραννία ήταν το κύριο πολίτευμα που επικράτησε στην
Μεγάλη Ελλάδα. Η αρχαϊκή κοινωνία που αποίκισε τις περιοχές αυτές είχε μάθει να
διοικείται είτε από τυράννους είτε από ολιγαρχίες. Οι ιδέες περί δημοκρατίας,
που αργότερα δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα, λίγο επηρέασαν το κοινωνικό σύστημα
της Μεγάλης Ελλάδας, και έτσι μόνο σε μερικές πόλεις και για σύντομα χρονικά
διαστήματα κατά τη διάρκεια των 500 χρόνων της ιστορίας της Μεγάλης Ελλάδας θα
υπάρξει δημοκρατική διακυβέρνηση. Οι τύραννοι των Σικελικών πόλεων έμειναν
ονομαστοί για τις ακρότητες τους. Τέτοιος υπήρξε ο Φάλαρις στον Ακράγαντα, που
έβαζε τους αντιπάλους του σε ένα κούφιο ορειχάλκινο ταύρο και άναβε από κάτω
φωτιά, και ο Αγαθοκλής των Συρακουσών, που εκτόξευε τους αντιπάλους τους με
τους καταπέλτες δίκην βλήματος.
|
Νόμισμα με τον Αγαθοκλή, τύραννο των Συρακουσών |
Τα ιερά και οι
Δωρικοί ναοί
Οι άποικοι φεύγοντας από την Ελλάδα γνώριζαν το δωρικό ρυθμό
και με αυτόν έκτιζαν τους ναούς τους στις νέες πόλεις τους. Οι ναοί τους, αν
και πολλές φορές υπερμεγέθεις, εντυπωσιάζουν με την αρμονία τους και το οπτικό
αποτέλεσμα που επιτυγχάνουν. Όλοι οι ναοί είναι κτισμένοι συνήθως με πωρόλιθο,
που δεν έχει την στιλπνότητα του μαρμάρου ούτε την λευκή επιφάνεια που έχουμε
συνηθίσει να βλέπουμε σήμερα στους ναούς της Ελλάδας. Εκείνη όμως την εποχή
όλοι οι ναοί ήταν σοβατισμένοι και βαμμένοι με έντονα χρώματα. Στους ναούς της
Σικελίας αλλά και της Κάτω Ιταλίας η φθαρμένη σήμερα από το χρόνο επιφάνεια του
πωρόλιθου, όπως και το γήινο χωμάτινο χρώμα του, επιτυγχάνουν ένα οπτικό
αποτέλεσμα εξίσου εντυπωσιακό με τους μαρμάρινους ναούς της Ελλάδας.
|
Κοιλάδα των ναών στον Ακράγαντα (Agrigento) |