Η ελληνίδα λυρική ποιήτρια Σαπφώ γεννήθηκε στην Ερεσσό και έζησε στη Μυτιλήνη της Λέσβου. Για τη ζωή της είναι ελάχιστα πράγματα γνωστά. Ήταν σύγχρονη του Αλκαίου και του Πιττακού. Πατέρας της αναφέρεται ο Σκαμανδρώνυμος και μητέρα της η Κλεϊς. Πιθανότατα παντρεύτηκε έναν πλούσιο από την Άνδρο, τον Κερκύλα, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη. Λόγω πολιτικών αναταραχών στη Λέσβο που οδήγησαν την αριστοκρατία του νησιού σε εξορία από την πρωτεύουσα Μυτιλήνη, η Σαπφώ κατέφυγε προσωρινά στη Σικελία. Αργότερα, αφού γύρισε στη Μυτιλήνη, συγκέντρωσε γύρω της νεαρές όμορφες φίλες από την αριστοκρατία του νησιού και των μικρασιατικών πόλεων, για να τους διδάξει τις τέχνες της μουσικής και της ποίησης, στην υπηρεσία της Αφροδίτης και των Μουσών. [...]
Η Σαπφώ θεωρείται με την ποίησή της, που ήταν γραμμένη στην αιολική διάλεκτο, ως η σημαντικότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας. Ο Πλάτων την ονομάζει δέκατη μούσα, ο Ανακρέων «ηδυμελή», ο Λουκιανός «μελιxρόν αύχημα Λεσβίων». Η ποίησή της δονείται από αυθορμητισμό και έντονα αισθήματα. Αρκετοί από τους στίχoυς της μαρτυρούν έντονο ερωτισμό και λυρισμό. Από τα ποιήματά της, που συνέλεξαν οι Αλεξανδρινοί και δημοσίευσαν σε βιβλία, τα πιο διάσημα ήταν οι Ύμνοι και τα Επιθαλάμια (τραγούδια του γάμου).
Γρήγορα η ώρα πέρασε..
Γρήγορα η ώρα πέρασε, μεσάνυχτα κοντεύουν,
πάει το φεγγάρι, πάει και η Πούλια, βασιλέψανε
και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη κι έρημη.
Ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει, ο Έρωτας
που παραμύθια πλάθει άρπαξε την ψυχή μου
και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας απ’ τα βουνά
χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.
Τα έργα της εξαφανίστηκαν μαζί με τις βιβλιοθήκες που πυρπολούσαν από τον 4ο αιώνα και μετά οι χριστιανοί. Εκτός από μικρά αποσπάσματα, έχουν διασωθεί ολόκληρα μόνο ένας Ύμνος στην Αφροδίτη και μία Ωδή σε μία ωραία κοπέλα.
Αρχαίος πάπυρος με ποίηματα της Σαπφούς Πηγή: Η Αυλή του Ευαγόρα |
Ακούστε την Ελευθερία Αρβανιτάκη να τραγουδάει ένα μελοποιημένο ποίημα της Σαπφούς.
Σαπφώ
Ήρθε και
τρύπωσε ο Ερμής
στο όνειρό
μου μέσα και του είπα
Αφεντάκο
μου, πώς χάθηκε η ζωή μου.
Και δε γελώ,
δε χαίρομαι
μήτε τα
πλούτη θέλω,
μα κάποιος
πόθος με βαστά
ζητάω να
πεθάνω.
Τις υγρές να
δώ με τους λωτούς
του Αχέροντα
τις όχθες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου